ευεργεσία

ευεργεσία
η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [ευεργέτης]
1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία
2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό
μσν.
1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή
2. εύνοια, χάρη
αρχ.
φρ.
1. «ἀντ' εὐεργεσίης» (για κάποια υπηρεσία η οποία τού προσφέρθηκε)
2. «ψηφίζομαί τινι εὐεργεσίαν» — δίνω σε κάποιον με ψήφο τον τίτλο τού ευεργέτη
3. πληθ. αἱ εὐεργεσίαι
δημόσιες υπηρεσίες («τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας», Λυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐεργεσία — εὐεργεσίᾱ , εὐεργεσία well doing fem nom/voc/acc dual εὐεργεσίᾱ , εὐεργεσία well doing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσίᾳ — εὐεργεσίαι , εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεργεσία — η πράξη αγαθή, προσφορά μεγάλης αξίας χωρίς ανταμοιβή, αγαθοεργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐεργεσίας — εὐεργεσίᾱς , εὐεργεσία well doing fem acc pl εὐεργεσίᾱς , εὐεργεσία well doing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσίαι — εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσιάων — εὐεργεσιά̱ων , εὐεργεσία well doing fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσίαν — εὐεργεσίᾱν , εὐεργεσία well doing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσιᾶν — εὐεργεσία well doing fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσιῶν — εὐεργεσία well doing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσίαις — εὐεργεσία well doing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”